- κλειδουχώ
- κλειδουχῶ, -έω, αττ. τ. κληδουχώ (Α) [κλειδούχος]1. είμαι κλειδούχος, είμαι ιέρεια μιας θεάς, έχω τη φροντίδα για τη φύλαξη ενός ιερού τόπου («κλίμακας Βραυρωνίας δεῑ τῆσδε κληδουχεῑν θεᾱς», Ευρ.)2. (η μτχ. μέσ. ενεστ.) οἱ κληδουχούμενοιαυτοί που βρίσκονται υπό έλεγχο, οι παρατηρούμενοι από κοντά, οι παραφυλασσόμενοι.
Dictionary of Greek. 2013.