κλειδουχώ

κλειδουχώ
κλειδουχῶ, -έω, αττ. τ. κληδουχώ (Α) [κλειδούχος]
1. είμαι κλειδούχος, είμαι ιέρεια μιας θεάς, έχω τη φροντίδα για τη φύλαξη ενός ιερού τόπου («κλίμακας Βραυρωνίας δεῑ τῆσδε κληδουχεῑν θεᾱς», Ευρ.)
2. (η μτχ. μέσ. ενεστ.) οἱ κληδουχούμενοι
αυτοί που βρίσκονται υπό έλεγχο, οι παρατηρούμενοι από κοντά, οι παραφυλασσόμενοι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κλειδούχῳ — κλειδοῦχος masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλείδα — η (AM κλείς, δός, Α ιων. τ. κληΐς, ϊδος, δωρ. τ. κλαΐς, ΐδος και ϊδος, αιολ. τ. κλαις και κλάϊς, αρχ. αττ. τ. κλῄς, ῇδος) 1. κλειδί («ὁ τῇ κλειδί τὰ ξύλα σχίζειν, τῇ δ άξίνη τὴν θύραν ἀνοίγειν πειρώμενος», Πλούτ.) 2. το μεταξύ τού άκρου τού… …   Dictionary of Greek

  • κλειδοφορώ — κλειδοφορῶ, έω (Α) [κλειδοφόρος] (κυρίως για ιέρεια) κλειδουχώ*, είμαι κλειδοφόρος …   Dictionary of Greek

  • κληδουχώ — κληδουχῶ, έω (Α) (παλαιός αττ. τ.) βλ. κλειδουχώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”